- δίπολη κεραία
- Είδος κεραίας που χρησιμοποιείται συνήθως σε μικρές συχνότητες για να ξεχωρίζει κύματα με διαφορετικά επίπεδα πόλωσης. Η συνηθισμένη δ.κ. αποτελείται από δύο ίσους οριζόντιους αγωγούς, που τοποθετούνται ο ένας στην προέκταση του άλλου. Έχει συνολικό μήκος ίσο με το μισό του μήκους κύματος της ακτινοβολίας που πρόκειται να εκπέμψει ή να δεχτεί. Μια παραλλαγή της κεραίας αυτής είναι το αναδιπλωμένο δίπολο, το οποίο έχει ευρεία εφαρμογή στα υπερβραχέα κύματα.
Dictionary of Greek. 2013.