δίπολη κεραία

δίπολη κεραία
Είδος κεραίας που χρησιμοποιείται συνήθως σε μικρές συχνότητες για να ξεχωρίζει κύματα με διαφορετικά επίπεδα πόλωσης. Η συνηθισμένη δ.κ. αποτελείται από δύο ίσους οριζόντιους αγωγούς, που τοποθετούνται ο ένας στην προέκταση του άλλου. Έχει συνολικό μήκος ίσο με το μισό του μήκους κύματος της ακτινοβολίας που πρόκειται να εκπέμψει ή να δεχτεί. Μια παραλλαγή της κεραίας αυτής είναι το αναδιπλωμένο δίπολο, το οποίο έχει ευρεία εφαρμογή στα υπερβραχέα κύματα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • απολαβή — Η ωφέλεια, το κέρδος· (πληθ.) το εισόδημα, o μισθός. Ο όρος εξ απολαβής είναι ναυτικός και σημαίνει τον περιορισμό της ταχύτητας ενός σχοινιού, είτε περιτυλίγοντάς το σε στύλο ή πάσσαλο, είτε συγκρατώντας το με το χέρι (χέρι παρά χέρι). Στη… …   Dictionary of Greek

  • δίπολος — η, ο (Α δίπολος, ον) νεοελλ. 1. διπολικός 2. φρ. «δίπολη κεραία» κεραία με δύο ίσους αγωγούς 3. το ουδ. ως ουσ. το δίπολο α) σύστημα από δύο μαγνητικούς πόλους με ίσες αλλά ετερώνυμες ποσότητες μαγνητισμού β) σύστημα από δύο σημειακά ηλεκτρικά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”